Στεφάνου, Στέφανος

Στεφάνου, Στέφανος
Δημοσιογράφος και λογοτέχνης (1868-1932). Έγραψε τα λυρικά ποιήματα Σονάτες (1892), το επύλλιο Ζουλέικα και το θεατρικό έργο Επί του καταστρώματος (κωμωδία). Ο Σ.Σ., που διετέλεσε για μια περίοδο διευθυντής στο Εθνικό θέατρο (τότε Βασιλικό), σπούδασε νομικά στο πανεπιστήμιο της Αθήνας και, παράλληλα με τη δημοσιογραφία, ασχολήθηκε και με την πολιτική. Το 1932 ίδρυσε την εφημερίδα Φωνή του λαού.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Στεφάνου — Στέφανος that which surrounds masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στεφάνου — στέφανος that which surrounds masc gen sg στεφανόω to be put round in a circle pres imperat act 2nd sg στεφανόω to be put round in a circle imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στέφανος — I Όνομα αγίων της Αν. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ο πρώτος και πιο γνωστός από τους επτά διακόνους, που είχαν εκλεχτεί για να υπηρετούν τις Αγάπες της πρώτης Εκκλησίας, στην Ιερουσαλήμ. Διακρινόταν για τη μεγάλη του χριστιανική δράση, αλλά… …   Dictionary of Greek

  • Στέφανος Δουσάν — Τσάρος (1331 1355) των Σέρβων (1308 – 1355). Γιος του Στέφανου Ντετσάνσκι, παντρεύτηκε την αδελφή του τσάρου της Βουλγαρίας Ελένη και έτσι μπόρεσε να αποκαταστήσει τη σερβική κυριαρχία στη Βουλγαρία (1331). Σε σύντομο χρονικό διάστημα έγινε… …   Dictionary of Greek

  • Άγιος Στέφανος — I (τουρκ. Yesikoy). Κωμόπολη της Τουρκίας, 12 χλμ. ΝΔ της Κωνσταντινούπολης, στην ευρωπαϊκή ακτή της Προποντίδας. Οφείλει το όνομά της σε έναν ναό του Αγίου Στέφανου, που είχε ιδρύσει ο Μέγας Κωνσταντίνος, και τη φήμη της στη συνθήκη που… …   Dictionary of Greek

  • Αγίου Στεφάνου, συνθήκη — Συνθήκη μεταξύ Ρωσίας και Τουρκίας που έθεσε τέρμα στον μεταξύ τους πόλεμο (3 Μαρτίου 1878). Βλ. λ. Άγιος Στέφανος …   Dictionary of Greek

  • Ουγγαρία — Κράτος της κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει Β με τη Σλοβακία, ΒΑ με την Ουκρανία, Α με τη Ρουμανία, Ν με τη Σερβία Μαυροβούνιο, την Κροατία και τη Σλοβενία και Δ με την Αυστρία.Τα σύνορα τους O. καθορίστηκαν με τη συνθήκη του Τριανόν (1920), μετά τον …   Dictionary of Greek

  • μαυρογένης — Επώνυμο επιφανούς οικογένειας από τις Κυκλάδες, η ακμή της οποίας τοποθετείται στα μέσα του 18ου αι. Πολλά μέλη της υπηρέτησαν τους Τούρκους και διορίστηκαν σε ανώτερα αξιώματα. 1. Αλέξανδρος (τέλη 19ου – αρχές 20ού αι.). Γιος του Σπυρίδωνα (11.) …   Dictionary of Greek

  • στεφάνωμα — το, ΝΜΑ [στεφανῶ, ώνω] η τέλεση τού μυστηρίου τού γάμου, η στέψη, ο γάμος νεοελλ. 1. το αποτέλεσμα τού στεφανώνω, τοποθέτηση στεφάνου στο κεφάλι κάποιου 2. τοποθέτηση στεφάνου σε ηρώο, σε ανδριάντα ή σε άλλο μνημείο σε ένδειξη τιμής και σεβασμού… …   Dictionary of Greek

  • Stephanus of Byzantium — Stephanus of Byzantium, also known as Stephanus Byzantinus (Greek: polytonic|Στέφανος Βυζάντιος; fl. 6th century) was the author of an important geographical dictionary entitled Ethnica (polytonic|Εθνικά). Of the dictionary itself only meagre… …   Wikipedia

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”